- λέμβοι
- λέμβοςcock-boatmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek
λεμβαρχείο — το περιοχή τών πολεμικών ναυστάθμων όπου προσορμίζονται οι λέμβοι ή ανασύρονται στην ξηρά και όπου επίσης υπάρχει μικρό συνεργείο πρόχειρων επισκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβαρχος. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
λεμβουργείο — το ναυπηγείο όπου κατασκευάζονται λέμβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβουργός. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1878 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek
υποστάτης — ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, ιδος, και ὑποστάτρια, Α [ὑφίστημι] στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα νεοελλ. ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν.… … Dictionary of Greek
ναυαγοσωστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη διάσωση ναυαγών ή αυτός που έχει ως έργο τη διάσωση των ναυαγών ή των πλοίων που ναυαγούν: Στον τόπο του ναυαγίου έφτασαν δύο ναυαγοσωστικές λέμβοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)